νυγμός — pricking sensation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυγμοῖς — νυγμός pricking sensation masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυγμοῖσι — νυγμός pricking sensation masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυγμοί — νυγμός pricking sensation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυγμούς — νυγμός pricking sensation masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυγμόν — νυγμός pricking sensation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυγμή — νυγμή, ἡ (Α) 1. νυγμός 2. (στη στίξη) η στιγμή, η τελεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυγ (πρβλ. παθ. αόρ. ἐνύγ ην) τού νύσσω* «κεντώ» + κατάλ. μη*] … Dictionary of Greek
στιγμός — οῡ, ὁ, Α [στίζω] κέντημα, νυγμός … Dictionary of Greek
νύξη — η 1. νυγμός, κέντισμα, κεντιά, τσίμπημα. 2. μτφ., υπαινιγμός, υπονοούμενο: Δεν του έκανα καμιά νύξη για το θέμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νυγμῶν — νυγμή dot fem gen pl νυγμός pricking sensation masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)